γκριμάτσα

γκριμάτσα
η
(λ. ιταλ.), σύσπαση των μυών του προσώπου, μορφασμός: Το μωρό έκλαιγε, και έκανα αστείες γκριμάτσες για να το διασκεδάσω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γκριμάτσα — και γριμάτσα, η στιγμιαία παραμόρφωση τής συνηθισμένης έκφρασης τού προσώπου, μορφασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. grimazza (πρβλ. αγγλ. και γαλλ. grimace, αρχ. ισπ. grimazo)] …   Dictionary of Greek

  • μορφασμός — ο (Α μορφασμός) [μορφάζω] νεοελλ. η ενέργεια τού μορφάζω, σύσπαση τών μυών τού προσώπου, γκριμάτσα, στραβομουτσούνιασμα αρχ. 1. κίνηση τών χεριών, χειρονομία 2. είδος κωμικού χορού, κατά τον οποίο ο χορευτής μιμούνταν κάθε είδους ζώα …   Dictionary of Greek

  • μωκία — μωκία, ἡ (ΑΜ) [μωκός] χλευασμός με μορφασμό προσώπου, κοροϊδευτική γκριμάτσα …   Dictionary of Greek

  • γριμάτσα — η βλ. γκριμάτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μορφάζω — μόρφασα, συσπώ τους μυς του προσώπου για να εκφράσω δυσάρεστο συναίσθημα, κάνω γκριμάτσα, στραβομουτσουνιάζω: Μόρφασε για να δείξει τη δυσαρέσκειά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μορφασμός — ο σύσπαση του προσώπου, η γκριμάτσα, το στραβομουτσούνιασμα: Κατάλαβα ότι δεν του άρεσε το δώρο μου γιατί μόλις το άνοιξε έκανε ένα μορφασμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”